- τάλις
- -άλιδος, ἡ, Α(ποιητ. τ.)1. κόρη σε ηλικία γάμου2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μελλόνυμφος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῑκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τᾶλις — marriageable maiden fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τᾶλιν — τᾶλις marriageable maiden fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
τήλις — εως, ἡ, ΜΑ, και τίλις, Μ, και ιων. τ. γεν. ιος και τήλη, ης, Α το φυτό τήλι, είδος τού γένους κορίανδρο ή κόλιαντρο αρχ. τᾱλις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις τής λ. με το αρχ. ινδ. tāla «κρασί από φοίνικες», το λατ. tālea «πάσσαλος,… … Dictionary of Greek
отава — трава, выросшая вновь после покоса; нескошенная трава на лугу под снегом , вост. русск., сиб. (Даль), укр., блр. отава, болг. отава отава, трава, подросшая после покоса , сербохорв. отава, словен. оtа̑vа, чеш., слвц. оtаvа, польск. оtаwа, в. луж … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
таль — м. заложник , укр. таль, др. русск. таль – то же (часто; см. Срезн. III, 922), сербохорв. та̏лац, род. п. та̏оца заложник , словен. talǝc, род. п. talca. По мнению Р. Муха (WuS I, 47), родственно лат. tālea саженец, молодая веточка , греч. τᾶλις … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
τηλύγετος — και τηλυγέτης, έτη, ον, Α 1. (για παιδί) αυτός που γεννήθηκε τελευταίος ή που γεννήθηκε επιτέλους, ο λατρευτός, ο παραχαϊδεμένος (α. «ἀλλ οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὥς», Ομ. Ιλ. β. «ὡς πατὴρ ὅν παῑδα φιλήσῃ μοῡνον τηλύγετον», Ομ. Ιλ. γ.… … Dictionary of Greek
τάλιδος — τά̱λιδος , τᾶλις marriageable maiden fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
tāl- — tāl English meaning: to grow; young animals Deutsche Übersetzung: “wachsen, grũnen; Gewächs, junger Trieb” Material: Gk. τᾶλις ιδος “junges mannbares girl, bride” τῆλις, εως, Ion. ιος f. “Hũlsengewächs, Bockshorn”, τηλεθάω “… … Proto-Indo-European etymological dictionary